- ρυπαρεύομαι
- Α [ῥυπαρός]γίνομαι ρυπαρός, ρυπαίνομαι, λερώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥυπαρευθῆναι — ῥυπαρεύομαι aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρευθήτω — ῥυπαρεύομαι aor imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)